- μοράβια
- (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας Μ. και της Νότιας Μοραβίας.
Η Μ. ορίζεται στα Β από την Τσεχική Σιλεσία, στα Δ από τη Βοημία, στα Α και ΝΑ από τη Σλοβακία και συνορεύει στα Ν με την Αυστρία· το έδαφός της, κυρίως λοφώδες, εκτείνεται μεταξύ των μοραβικών υψιπέδων στα Δ, των Γιέσενικ στα Β, των Λευκών Καρπαθίων και των δυτικών υπωρειών των Μπεσκίντι στα Α, ενώ στα Ν ανοίγεται προς την πεδιάδα του Δούναβη. Η Μ. διαρρέεται από τον ποταμό Μοράβα, ο οποίος της έδωσε το όνομα.
Οι κύριοι οικονομικοί πόροι είναι η γεωργία (στάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη, κηπευτικά, ζαχαρότευτλα, καπνός, λυκίσκος), η κτηνοτροφία και η εκμετάλλευση των δασών και του υπεδάφους (λιγνίτης, γαιάνθρακας, σίδηρος, πετρέλαιο)· έχει δραστήρια βιομηχανία ιδιαίτερα στους τομείς ειδών διατροφής, σιδηρουργίας, μεταλλομηχανικής, υφαντουργίας, βυρσοδεψίας και ελαστικών.
Οι κύριες πόλεις είναι: Μπρνο, Όστραβα, Όλομουτς, μεγάλο βιομηχανικό κέντρο στον Μοράβα, και Γκότβαλντοφ, έδρα κυρίως εργοστασίων υποδηματοποιίας και ελαστικού.
Ιστορία. Η περιοχή αρχικά κατοικήθηκε από κελτικούς λαούς, κατόπιν δέχτηκε την εγκατάσταση των Κουάδων τον 1o αι. π.Χ. και αργότερα, περίπου τον 5o αι. της, σλαβικών πληθυσμών, οι οποίοι υποτάχτηκαν το 567 στους Αβάρους· κατόρθωσαν όμως να ελευθερωθούν από αυτούς τον 7o αι. και να ιδρύσουν κατόπιν ανεξάρτητο κράτος. Το κράτος αυτό κατά τον 9o αι. όχι μόνο εδραιώθηκε οριστικά αλλά, χάρη στο Μοϊμίρ και στους απογόνους του, επεξέτεινε τα σύνορά του δημιουργώντας το ισχυρό κράτος της Μεγάλης Μοραβίας. Στην περίοδο αυτή επιτελέστηκε και ο εκχριστιανισμός της χώρας, που οφείλεται στο έργο των ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθόδιου. Αφού υπέστη σειρά ηττών από τις αρχές του 10ου αι., η M., εκτός από το ανατολικό τμήμα της, υποτάχτηκε οριστικά στη Βοημία.
Τοπίο της Μοραβίας. Η οικονομία της περιοχής αυτής βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στη γεωργία.
Ένα κατοικημένο κέντρο της Μοραβίας. Η περιοχή αυτή, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα αρχαία ανάγλυφα του καρπαθικού τόξου, αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στην υδρογραφική λεκάνη του ποταμού Μοράβα, προς την κοιλάδα του οποίου, όπως και στην κοιλάδα του Δούναβη, το έδαφος καταλήγει σε ιζηματογενή οροπέδια.
Η κεντρική πλατεία του Όλομουτς, βιομηχανικής πόλης της Μοραβίας, χτισμένης στις όχθες του ποταμού Μοράβα.
* * *ηναυτ.χρώμα ειδικής σύνθεσης και εξαιρετικής αντοχής με το οποίο βάφονται τα μεταλλικά ύφαλα μέρη τών σκαφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moravia].
Dictionary of Greek. 2013.